- επιπλοκή
- η (Α ἐπιπλοκή) [επιπλέκω]μπέρδεμα, περιπλοκή, εμπλοκήνεοελλ.1. (για διαφορές προσώπων, ομάδων, κρατών κ.λπ.) εμφάνιση νέων δυσχερειών που δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση, επιδείνωση2. ιατρ. εμφάνιση νέας νοσηρής καταστάσεως που οφείλεται στην αρχική ασθένεια και τήν επιδεινώνειαρχ.1. επικοινωνία, συνάφεια2. συναναστροφή, συγκέντρωση3. σαρκική μίξη, συνουσία4. διαταραχή, διατάραξη5. ποικιλία, ανάμιξη, έλλειψη ενότητας.
Dictionary of Greek. 2013.